Βάλτε καφεδάκι να σας τα πω.
Είμαστε ενδιαφέρουσες οντότητες. Και μιας που είπαμε τρεις λέξεις για να χαρακτηρίσουμε είδη οντοτήτων: πιγκουίνοι, κύκνοι και λύκοι δύνανται να είναι μονογαμικά πλάσματα, επιλέγοντας συντρόφους. Τα δελφίνια και οι ελέφαντες πενθούν νεκρούς φίλους. Τα άλογα επιλέγουν παρέες και ξεχωρίζουν τα κολλητάρια τους. Οι σκύλοι παθαίνουν κατάθλιψη και PTSD. Τα κοράκια γελούν όταν χαζολογάνε. Οι χιμπατζήδες κάνουν μελλοντικά πλάνα κατασκευάζοντας εργαλεία που θεωρούν πως θα τους χρειαστούν.
Λένε πως τα ενήλικα σκυλιά έχουν μυαλό δίχρονου παιδιού. Αυτό σημαίνει πως, με λίγα λόγια, και τα δύο συγκρινόμενα είδη έχουν φόβο εγκατάλειψης, συναισθηματική μνήμη, αγαπημένους ανθρώπους και έκφραση. Αυτό που μας κάνει μοναδικά, τελικά, είναι η αντίληψη του χρόνου. Όχι με την έννοια του βιολογικού χρονισμού, μα της βαθύτερης αντίληψης πως ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Πολύ απλά, πως κάποτε θα πεθάνουμε.
Το πίνετε το καφεδάκι σας;
Είμαστε τα μόνα όντα που κατέχουμε από μικρή ηλικία -περίπου, κοινωνικά μιλώντας, στα τέλη του Δημοτικού- την φιλοσοφική κατανόηση πως κάποτε θα πάψουμε να υπάρχουμε. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πως τα φανταστικά μας σενάρια αθανασίας ή ανάστασης πλάθονται με τον ίδιο τρόπο από εκείνη την ηλικία. Αυτό που σίγουρα όμως κατασκευάζεται μέσα μας, παίρνοντας τον χρόνο του, είναι ο φόβος. Αρχικά ο φόβος πως κάποιος αγαπημένος μας άνθρωπος θα πάψει να υπάρχει. Αργότερα, αναπτύσσεται ο ίδιος φόβος για εμάς τα ίδια.
Φόβος που μας ωθεί στα πάντα. Και, κυρίως, στη δημιουργία στιγμών. Δεν θέλω να φανταστώ πόση αποσύνδεση από το μέσα μας θα υπήρχε αν γνωρίζαμε πως είμαστε αιώνια. Αυτό που κάνει τα πάντα όμορφα είναι η ματαιότητά τους.
Κι έτσι, για να μπορούμε να κοιμηθούμε τα βράδια (και μεταφορικά και κυριολεκτικά) αρχίσαμε να οργανώνουμε τον χρόνο. Ημέρα, νύχτα, έτος, μήνας, ώρα. Η λειτουργία της κατηγοριοποίησης μιας πολύ αφηρημένης έννοιας (λίγο πιο συγκεκριμένης ωστόσο, αναλογιζόμενοι τις ανθρώπινες δυνατότητες και επομένως αισθήσεις) είναι να του δώσουμε νόημα. Φιλιά και πυροτεχνήματα την Πρωτοχρονιά, κεριά πάνω στην τούρτα κάθε χρόνο ίδια ημέρα, διακοπές δύο εβδομάδες στα γενέθλια της γέννησης, του θανάτου και της ανάστασης του πρωταγωνιστή ενός μπεστ σέλλερ.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, κοιτάμε συνεχώς μπροστά και πίσω. Τι πέρασε και τι θα ‘ρθει. Κι αν αυτό που θα ‘ρθει φαίνεται δυσοίωνο, αναρωτιόμαστε τι λάθη κάναμε που μας έφτασαν εδώ. Κι αναπολούμε στιγμές ακόμα πιο πίσω, συνήθως στιγμές όπου τα λάθη μας ήταν είτε ανύπαρκτα, είτε συγχωρήσιμα.
Ο καφές τελειώνει.
Προσωπικά, δεν μου αρέσουν οι διακοπές. Εκτός αν είναι ακούσιες σε κρίσιμο σημείο ταινίας. Τότε το σασπένς κορυφώνεται. Αυτό πολύ μ’ αρέσει. Η αυτόματη χρονική μας αντίληψη, παρόλα αυτά, στις διακοπές αποδιοργανώνεται. Και το μόνο που δεν διακόπτεται είναι οι απολογισμοί.
Και τώρα έρχεται, σιγά σιγά, το τέλος μιας μεγάλης μονάδας μέτρησης του χρόνου (ποτέ μεγαλύτερης σε πρακτικότητα από τη διάρκεια ενός τσιγάρου): του έτους. Κι όλα μας αρχίζουμε τα μήπως, τα θα και τα γιατί. Καλά είναι όλα αυτά. Αυτό που συνηθίζω να υπενθυμίζω όσο ασκώ το επάγγελμα που τόσο αγαπώ και τόσο ευγνωμονώ τη Θεά μου, την Τύχη, που το επέλεξα στα δεκαοκτώ μου χρόνια (ωπ, να το, πάλι, το έτος), είναι πως στοχοθετούμε πάντοτε με το φάσμα του μέσου όρου: να αναπολούμε χωρίς αυτό να μας εθίσει στο αλκοόλ, να κοιτάμε τα εαυτά μας χωρίς να πληγώνουμε άκριτα, να ζούμε στο τώρα χωρίς κρίσεις πανικού. Το ίδιο και με τα μήπως, τα θα και τα γιατί μας.
Το τώρα είναι παράξενη έννοια. Αν ψαχτείτε λίγο, έχω γράψει και γι’ αυτό. Ουσιαστικά το τώρα, οριακά δεν υπάρχει. Είναι λογικό να δίνουμε βάρος στο πριν και στο μετά: σε μια έννοια, δηλαδή, που δεδομένα υπήρξε, και σε μια άλλη που δεν είναι καθόλου δεδομένο αν θα υπάρξει. Το παράδοξο είναι πως για να υπάρξει το πριν, είναι αναγκαίο να φυλακίσουμε όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα την φύσει φευγαλέα έννοια του τώρα. Γιατί αλλιώς, το παρελθόν είναι θολό. Τις θολές τις επιφάνειες, ωστόσο, ζωγραφίζοντας με τα δάχτυλα τις ξεθολώνουμε. Κι αυτή ήταν η ποιητική μου πινελιά ως σπρώξιμο προς τη θεραπεία και την υγιή ενδοσκόπηση, τέτοιες μέρες που σ’ αυτή μας ωθούν.
Τόσο κρατάει ένας καφές. Τόσο με κρατήσατε παρέα. Κι ήταν όμορφα. Καλές αδιάκοπες!

